- ακρίβεια
- (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα αυστηρά μαθηματική.
* * *(I)η (Α ἀκρίβεια) [ἀκριβής]1. λεπτολόγα και σχολαστική προσοχή σε πράξεις ή σε λόγους, ακροβολογία, πιστότητα, καθαρότητα, σαφήνεια2. προσοχή στις λεπτομέρειες, λεπτολόγηση, επιμέλεια3. οικονομία, τσιγκουνιά«απ' την ακρίβεια του απέθανε»(πρβλ.) «χαλεπῶς ἔφερε τὴν τοῡ πατρὸς ἀκρίβειαν γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν αὐτῷ χορηγοῡντος» (Πλούτ. Περ. 36)νεοελλ.1. τέλεια απόδοση οργάνων, μηχανικών μέσων ή λειτουργιών που συντελούνται με αυτά, τελειότητα2. (για φιλοσοφήματα) η ιδιότητα κάθε γνωστικού περιεχομένου που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τής λογικής3. φρ. «για την ακρίβεια», χάριν ακριβείας, για να μιλήσουμε καθαρά, με σαφήνειααρχ.1. πληθ. οι λεπτομέρειες2. φρ. «δι' ἀκριβείας» ή «πρὸς τὴν ἀκρίβειαν» — ακριβώς, με λεπτομέρειες, με ορθότητα, με αυστηρότητα«ακρίβεια νόμων», η δικαιοσύνη, η αυστηρότητα τών νόμων«η ακρίβεια τού ναυτικού», η αυστηρή πειθαρχία τού ναυτικού«ἔστι τι δι' ἀκριβείας τινί», είναι κάτι σπάνιο, σπανίζει.————————(II)η1. υψηλή τιμή πώλησης ενός πράγματος, ύψωση, άνοδος τών τιμών2. εποχή ακρίβειας3. η έλλειψη δημητριακών, η σιτοδεία ή γενικότερα η έλλειψη4. παροιμ. «ο καιρός πουλεί τα λάχανα κι η ακρίβεια τ' αγοράζει» (για κάτι που είναι συνήθως φτηνό, αλλά γίνεται δαπανηρό λόγω τής έλλειψης).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκρίβεια. Η σημασιολ. διαφοροποίηση τής λ. έκαμε ώστε να συνδεθεί εκ των υστέρων η λ. ακρίβεια στο αίσθημα τών ομιλητών τής Ν. Ελληνικής με το επίθ. ακριβός*, που προήλθε επίσης με σημασιολογική (και μορφολογική, κατάλ. -ὸς) διαφοροποίηση από το αρχικό επίθ. ἀκριβής. Η σημασιολ. διαφορά τής λ. οδήγησε και στη φωνολογική (στην προφορά) διαφοροποίησή της με συνιζημένη προφορά τού ει (ακρίβεια), που τήν διακρίνει από τον τ. ακρίβεια (Ι) «ακριβολογία, πιστότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.